- πρωτερικός
- -ή, -όν, ΜΑπρόωρος, πρώιμος (α. «Σέλευκος δ' ἐν γλώσσαις πρῳτερικήν φησι καλεῑσθαι γένος τι συκῆς», Αθήν.β. «πρῳτερικὸν παιδίον» — πρόωρα ανεπτυγμένο παιδί, Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωίτερον, συγκριτ. βαθμός τού επιρρ. πρωΐ].
Dictionary of Greek. 2013.